πυρόλιθος

πυρόλιθος
ο
(ορυκτ.), ορυκτό, παραλλαγή του χαλαζία, που βγάζει σπίθες όταν χτυπιέται, αλλ. πυριτόλιθος, τσακμακόπετρα, στουρναρόπετρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυρόλιθος — ο, Ν (πετρογρ.) ο πυριτόλιθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • σίληκας — ο / σίληξ, ηκος, ΝΑ, και ως ουδ. σίλεξ, το, άκλ., Ν, και σίληξ και σίλιξ και σίλεξ, ικος, Α 1. πυρόλιθος 2. αρχαιολ. λίθινη λάρνακα αρχ. σκληρό πέτρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. silex, icis «χαλίκι, πυρόλιθος»] …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρίτης — (I) ο, ΝΑ πέτρα που έχει την ιδιότητα να παράγει φωτιά με την τριβή της σε άλλο αντικείμενο, αλλ. πυρόλιθος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Ηφαίστου) αυτός που καταγίνεται με τη φωτιά 2. ονομασία διαφόρων λίθων άγνωστης σύστασης 3. είδος πολύτιμου… …   Dictionary of Greek

  • πυριτιομαστιγωτά — τα, Ν ζωολ. τάξη θαλάσσιων μαστιγοφόρων πρωτοζώων που χαρακτηρίζονται από τον πυριτικό κατά κανόνα σωληνοειδή σκελετό τους και από ένα μόνον μαστίγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτιο + μαστίγωση. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • σιδηροδημήτριο — το, Ν (μεταλλ.) κράμα σιδήρου και δημητρίου, το οποίο κατά την κρούση παράγει σπινθήρες και χρησιμοποιείται ως πυρόλιθος στους αναπτήρες …   Dictionary of Greek

  • σιλίκωση — (Ιατρ.). Μορφή πνευμονοκονίωσης που οφείλεται σε συσσώρευση σκόνης πυριτίου στον πνευμονικό ιστό. Οι κρύσταλλοι του πυρίτιου όταν εισπνέονται, τραυματίζουν το λεπτότατο τοίχωμα των κυψελίδων του πνεύμονα και εισχωρούν στις λεμφικές οδούς του… …   Dictionary of Greek

  • σιλεξίτης — ο, Ν (πετρογρ.) α) πυριτικό ιζηματογενές πέτρωμα, ανάλογο ενός συνεχούς στρώματος πυριτολίθου β) εκρηξιγενές πέτρωμα που αποτελείται κυρίως από χαλαζία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. silexite < λατ. silex, icis «χαλίκι …   Dictionary of Greek

  • σιλικοφλαγκελάτες — και σιλικοφλαγελλάτες, οι, Ν βοτ. τα πυριτιομαστιγωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. silicoflagellata < λατ. silex, icis «πυρόλιθος» + flagellatio «μαστίγωση» (πρβλ. και πυριτιομαστιγωτά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”